- μεταξοβιομηχανία
- η шёлковая промышленность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεταξοβιομηχανία — η 1. εργοστάσιο παραγωγής μέταξας και μεταξωτών νημάτων και υφασμάτων 2. κλάδος τής βιομηχανίας με το αντικείμενο αυτό … Dictionary of Greek
μεταξοβιομηχανία — η η βιομηχανία παραγωγής και επεξεργασίας μεταξιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μουριά — Φυλλοβόλο δέντρο του γένους μορέα της οικογένειας των μορεϊδών (δικοτυλήδονα). Στην Ελλάδα τη μετέφεραν από την Κίνα, μαζί με αβγά μεταξοσκώληκα, Έλληνες μοναχοί, κατά την περίοδο της αυτοκρατορίας του Ιουστινιανού. Έκτοτε εγκλιματίστηκε και… … Dictionary of Greek
μεταξοβιομηχανικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μεταξοβιομήχανο ή στη μεταξοβιομηχανία … Dictionary of Greek
μεταξουργία — η 1. η τέχνη ή η βιομηχανία κατεργασίας τού μεταξιού, μεταξοβιομηχανία 2. (ειδικά) η τέχνη τής κλώσης τού μεταξιού σε νήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταξουργία. Η λ. μαρτυρείται από το 1810 στους αδελφούς Καπετανάκη … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek